- χύλώδης
- ης, ωδές кашеобразный; пюреобразный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χυλώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) χυλώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) χυλώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυλώδης — ες / χυλώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χυλός] όμοιος με χυλό, πολτώδης (α. «χυλώδες παρασκεύασμα» β. «ὕδατι μείξας καὶ χυλῶδες ποιήσας», Γαλ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χυλῶδες ο χυμός, ο οπός … Dictionary of Greek
χυλώδης, -ης — ες γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. πολτώδης. 2. ο όμοιος με χυλό: Ήταν ένα χυλώδες υγρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυλώδη — χυλώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χυλώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χυλώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυλῶδες — χυλώδης masc/fem voc sg χυλώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυλώδεα — χυλώδης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χυλώδης masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυλώδεις — χυλώδης masc/fem acc pl χυλώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
εγχυλούμαι — ἐγχυλοῡμαι (Α) μετατρέπομαι σε χυλό, γίνομαι χυλώδης … Dictionary of Greek
ροφητός — ή, όν, Α [ῥοφῶ] (για είδος τροφής) χυλώδης, πολτώδης … Dictionary of Greek
χυλοειδής — ές, ΝΑ χυλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + ειδής*] … Dictionary of Greek